ὀπήτια

ὀπήτια
ὀπήτιον
awl
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χήλευμα — τὸ, Α [χηλεύω] 1. σχοινί, νήμα 2. εργαλείο για το πλέξιμο διχτιών 3. (κατά τον Ησύχ.) «χηλεύματα γὰρ ἐλέγοντο οἷον ὀπήτια, οἷς πλέκουσιν ἤ ῥάπτουσιν» …   Dictionary of Greek

  • όπεας — ὄπεας και δ. γρφ. ὄπεαρ, ατος, τὸ (Α) αιχμηρό εργαλείο τού υποδηματοποιού, σουβλί για το τρύπημα δερμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. τεχνικός όρος, ο οποίος συνδέεται με τη λ. ὀπή «τρύπα» και εμφανίζει επίθημα ας / αρ, το οποίο απαντά μόνο σε αρχ. λέξεις.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”